χαριστήριος

χαριστήριος
χᾰρ-ιστήριος, ον,
A of or for thanksgiving,

θυσία D.H.1.88

: so in pl., Id.10.17,54, IGRom.4.566.19 (Aezani, ii A. D.);

ἀπαρχαί Ph.2.236

;

ἀμοιβαί D.H.1.6

;

ὕμνος Jul.Or.4.158a

: c. gen.,

θυσία χ. ὑδάτων D.H.1.55

, cf. Plu.Lyc.11.
II Subst., χαριστήριον, τό, thank-offering, IG22.3003,4798, 7.3100 (Lebad.), Plu.Caes.57, Ath.15.672a, etc.: freq. in pl. χαριστήρια, τά, thank-offerings,

χ. τοῖς θεοῖς ἀποτελεῖν X.Cyr.4.1.2

; ὀφειλήσειν ib.7.2.28; προσφέρειν, θῦσαι, D.S.5.31, 20.76: c. gen.,

θύειν τοῖς θεοῖς χ. τῶν εὐτυχημάτων Plb.21.2.2

;

χ. τροφῶν ἀποδιδόναι Luc.Patr.Enc.7

;

τῇ Ἑκάτῃ χ. τῆς νίκης ἑορτάζειν Plu.2.862a

; χ. ἐλευθερίας, in memory of the liberation by Thrasybulus on 12th Boëdromion, ib.349f, cf. Neanth.9J., OGI654.8 (Egypt. i B.C.); = Lat. supplicatio, Plu.Cam.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαριστήριος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστήριος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε έκφραση ευχαριστίας, ευχαριστήριος («θυσίας χαριστηρίους τοῖς θεοῖς ποιεῖσθαι», Δίον. Αλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριστήριον ευχαριστήρια προσφορά 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαριστήρια… …   Dictionary of Greek

  • χαριστηρίως — χαριστήριος of adverbial χαριστήριος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστήριον — χαριστήριος of masc/fem acc sg χαριστήριος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστηρίοις — χαριστήριος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστηρίου — χαριστήριος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστηρίους — χαριστήριος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστηρίων — χαριστήριος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστήρια — χαριστήριος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστήριοι — χαριστήριος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχαριστήρια — τὰ, Α γιορτή ευχαριστιών προς την Αθηνά κατά την έναρξη τού αθηναϊκού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χαριστήριος (< χαρίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”